Το Είναι και Χρόνος (ΕΧ) του Μάρτιν Χάιντεγκερ είναι κατά γενική ομολογία ένα από τα πλέον σημαντικά έργα της ιστορίας της φιλοσοφίας. Τόσο η εξέταση της ιστορίας της φιλοσοφίας μέσα σε αυτό όσο και η τεράστια επίδραση που αυτό άσκησε στη φιλοσοφία που έπεται της εμφάνισής του (1927) το καθιστούν αναγκαία ύλη κάθε αξιόλογου φιλοσοφικού προγράμματος σπουδών. Το έργο αυτό όμως είναι και διαβόητο για τη μεγάλη δυσκολία που παρουσιάζει στην κατανόησή του. Στη συγκεκριμένη ερμηνεία και ανάλυση του ΕΧ, λοιπόν, επιχειρείται η λεπτομερής και διδακτική εξήγηση όλων των ιδεών και των επιχειρημάτων του. Σε αυτό το εγχείρημα δε ακολουθείται ειδικώς μια μεθοδολογία την οποία κρίνω την πιο ενδεδειγμένη: η φαινομενολογική -- το έργο προσεγγίζεται φαινομενολογικά. Ο ίδιος ο Χάιντεγκερ κάνει ρητό πως κάθε τι που πρόκειται να γίνει θέμα στο ΕΧ πρέπει να μπορεί να καθίσταται φαινόμενο. Η απαίτηση αυτή δεν είναι επουσιώδης ή ευκαιριακή. Χαρακτηρίζει το έργο, το σχέδιό του, και την τελική σκόπευσή του σε κάθε σημείο της ανάπτυξης. Ο Χάιντεγκερ αναδεικνύεται ως σχεδόν εμμονικός με αυτό το καθήκον. Επιχειρεί να κάνει φαινομενολογική οντολογία, δηλαδή να διαλευκάνει φαινομενολογικά το μέγιστο και σκοτεινότερο πρόβλημα της φιλοσοφίας από ιδρύσεώς της: το νόημα του Είναι. Κατά τη φαινομενολογική μεθοδολογία, αποκλείεται εξαρχής και κατ’ αρχήν κάθε προσφυγή στην εικασία και τη σκέτη ανάλυση εννοιών (λογική ή διαλεκτική) χωρίς απαραίτητη σύνδεση με μια εποπτεία όπου κάθε τι για το οποίο μιλάμε φανερώνεται το ίδιο ως έχει. Προφανώς, κάτι τέτοιο φαντάζει, σε πρώτη προσέγγιση, σχεδόν τερατώδες. Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας της δυσκολίας κατανόησης του ΕΧ. Έτσι, στην εδώ προτεινόμενη ερμηνεία και ανάλυση δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στον φωτισμό των προϋποθέσεων της κατανόησης της όλης φιλοσοφικής έρευνας που ο Χάιντεγκερ επιχειρεί στο ΕΧ. Πάνω σε αυτή τη βάση, πραγματοποιείται και η ενδελεχής ανάδειξη όλων των ιδεών και των επιχειρημάτων που περιέχονται στο ΕΧ και ειδικά στην Πρώτη Διαίρεση.
Πρόκειται για μια θεματική-ιστορική Εισαγωγή στη Φιλοσοφία των Αξιών. Οι αξίες αποτελούν ένα αινιγματικό αλλά και κρίσιμο φαινόμενο και θέμα. Ήδη από τον 15ο αιώνα στην οικονομική σκέψη του ύστερου μεσαίωνα (ο οποίος απηχούσε σχετικά ψήγματα ιδεών ήδη στην οικο-νομική σκέψη του Αριστοτέλη) αλλά και από τα μέσα του 19ου αιώνα στη φιλοσοφία, οι αξίες θεματοποιήθηκαν ως κεντρικό αξιοδιερεύνητο φαινόμενο. Ειδικά οι νεοκαντιανοί και οι φαινομενολόγοι αλλά και αγγλο-αμερικάνοι φιλόσοφοι που παρέλαβαν τη σκυτάλη αυτής της θεματικής από τους νεοκαντιανούς επεχείρησαν να διαλευκάνουν το φαινόμενο των αξιών. Οι αξίες, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στη μία ή στην άλλη εκδοχή τους (π.χ., ηθική αξία, καλαισθητική αξία, αξία χρήσης, αξία ανταλλαγής, κ.λπ.) φαίνεται πως συνιστούν απαντήσεις στα πρακτικά ερωτήματα του τύπου «προς τι;» (για να χρησιμοποιήσουμε εδώ πυκνά το στίγμα της προσέγγισης του Νίτσε). Με άλλα λόγια, οι αξίες συνιστούν τα βασικά σχήματα νοηματοδότησης της ανθρώπινης ύπαρξης και προσανατολισμού της πράξης. Συνιστούν, εν ολίγοις, ως αξιακό σύστημα, τον κορμό ή τον σκελετό ενός πολιτισμού. Σε περιόδους κρίσης και επαπειλούμενου μηδενισμού δε, όπως η δική μας, αυτό γίνεται ιδιαιτέρως φανερό. Κάθε πρόβλημα, κοινωνικό, οικονομικό, θεσμικό, αρχίζει να γίνεται κατανοητό ως πρόβλημα που ριζώνει βαθιά στο αξιακό σύστημα του πολιτισμού μας. Η εδώ προτεινόμενη Εισαγωγή θα αναλαμβάνει να φωτίσει --σε αντιπροσωπευτικά και ενδεικτικά κεφάλαια-- τη γενικώς αδιευκρίνιστη και αδιαφανή καταγωγή αυτής της θεματικής από την αρχαία ελληνική σκέψη (Πλάτωνα και Αριστοτέλη με ένα πέρασμα από τους Στωικούς), τη νεότερη εμφάνισή της (Χιούμ, Καντ, και Λότσε), και τη σύγχρονη κορύφωση και αδιέξοδό της (Μπρεντάνο, Νίτσε, και Σέλερ). Προφανώς, μια σειρά φιλοσόφων και σχολών, π.χ., νεο-καντιανοί, Λογικός Εμπειρισμός, Πραγματισμός, κ.λπ. έχουν μια προσέγγιση στο ζήτημα των αξιών. Στην εδώ προτεινόμενη Εισαγωγή, ωστόσο, επιχειρούμε μια επισκόπηση των πλέον βασικών σταθμών.
Το εγχειρίδιο “Lingua Latina. Θέματα λατινικής γλώσσας και ρωμαϊκού πολιτισμού. Ανθολόγιο κειμένων για την ύστερη respublica” πρόκειται να λειτουργήσει ως το βασικό ακαδημαϊκό σύγγραμμα για μαθήματα του Τμήματος Φιλολογίας του Α.Π.Θ. με αντικείμενο τη διδασκαλία της λατινικής γλώσσας, πιθανώς και για αντίστοιχα μαθήματα άλλων Τμημάτων ανά τη χώρα. Με βάση ένα ανθολόγιο αυθεντικών κειμένων κυρίως της κλασικής λατινικής γραμματείας θα αναπτύσσονται θέματα γραμματικής, σύνταξης και μετάφρασης των λατινικών τα οποία από την πολυετή πείρα μας θεωρούμε σημαντικά για την κατανόηση της δομής της λατινικής γλώσσας και των ιδιαιτεροτήτων της. Ξεχωριστή έμφαση θα δοθεί σε πτυχές αυτών των θεμάτων που αναπτύσσονται ανεπαρκώς (ή και καθόλου) στα διαδεδομένα στη χώρα μας έγκυρα εγχειρίδια της γραμματικής και της σύνταξης των λατινικών. Η διδασκαλία θα βασίζεται κατ’ αρχάς σε μία σειρά από κείμενα που όλα τους αφορούν την ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο του τέλους της ρωμαϊκής respublica (τελευταίος προχριστιανικός αιώνας έως το 31 π.Χ.). Το εγχειρίδιο θα συμβάλλει έτσι και στην ελλιπή ρωμαιογνωσία των φοιτητών/ητριών με κρίσιμες πληροφορίες ιστορίας και πολιτισμού. Πριν από κάθε κείμενο θα προτάσσεται ένα σύντομο εισαγωγικό σημείωμα που θα παρέχει τις απαραίτητες ιστορικές και γραμματολογικές πληροφορίες για την κατανόηση του κειμένου και των συμφραζομένων του. Κάθε κείμενο θα συνοδεύουν λεξιλογικές και πραγματολογικές παρατηρήσεις, μετάφραση και υπομνηματισμός της μετάφρασης, ασκήσεις γραμματικής, θεωρία συντακτικού, ασκήσεις αντιστρόφου θέματος (μετάφρασης από τα ελληνικά στα λατινικά) και κείμενο για περαιτέρω εξάσκηση. Το εγχειρίδιο θα περιλαμβάνει επίσης μια εισαγωγή και γενική βιβλιογραφία, ενώ θα εμπλουτίζεται με εικόνες (εικαστικές αναπαραστάσεις, χάρτες), πίνακες (χρονολογικούς κ.ά.) και αρχεία ήχου. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του υλικού θα αξιοποιείται διαδραστικά, ώστε η εκάστοτε πληροφορία να είναι άμεσα διαθέσιμη στο σημείο όπου τη χρειάζεται ο αναγνώστης/χρήστης.
Οι μεταναστευτικές κινήσεις στο εσωτερικό των χωρών υποδοχής προκαλούν σε πολλούς πολίτες αβεβαιότητα και αγανάκτηση. Αφήνουν να εμφανισθούν αισθήματα απειλής και συγκεχυμένου φόβου. Πολλοί από τους ντόπιους αντιλαμβάνονται τις δημογραφικές αλλαγές ως απειλή και αντιδρούν με εχθρότητα, μίσος, φόβο και βία κατά του «ξένου». Περιπτώσεις μορφών βίας είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου ενός καθημερινού ρατσισμού.
Ο ρατσισμός ως κοσμοθεωρία ξεκινά από τη βασική αρχή ότι οι φυλές και τα έθνη αποτελούν μονάδες με διαφορετικά μεταξύ τους χαρακτηριστικά και ξεχωριστές δυνατότητες ανάπτυξης σε όλους τους τομείς της ζωής. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή οι πολιτισμοί που εμφανίστηκαν στη γη ήταν προϊόντα ιδιαίτερων λαών συγκεκριμένης φυλής και καταστράφηκαν όταν οι λαοί αυτοί υποτάχθηκαν σε αλλόφυλους λαούς ή αναμίχθηκαν με άλλους λαούς. Γι’ αυτό το λόγο η ιστορία της ανθρωπότητας περιγράφεται και ερμηνεύεται μόνον ως ιστορία της άνισης ανάπτυξης κάθε φυλής χωριστά και ως σύγκρουση των φυλών μεταξύ τους.
Είναι σημαντικό για την αντιμετώπιση των καθημερινών μορφών αποκλεισμού, να γινεί ορατή η «λανθάνουσα» εμπλοκή κάθε μέλους της κοινωνίας μας σε μια ιστορία της αποικιοκρατίας, του ρατσισμού, του ναζισμού και της ευρωπαϊκής «ανωτερότητας». Η αντιρατσιστική παιδαγωγική δεν επιδιώκει την εξάλειψη των επιφανειακών συμπτωμάτων, αλλά έχει να κάνει με τις αιτίες και τις ρίζες του ρατσισμού. Αντιρατσιστική εκπαίδευση δεν είναι δυνατή χωρίς την πρόσβαση στη συστημική φύση της ρατσιστικής βίας. Στόχος εκπαιδευτικών προσπαθειών δεν μπορεί να είναι η καταστολή της ατομικής συμπεριφοράς ή η βελτίωσή της, αλλά η απόκτηση γνώσεων σχετικά με τους μηχανισμούς του αποκλεισμού και αυτούς να αλλάξει.